- μαστοπάθεια
- ηιατρ. κάθε πάθηση τού μαστού και ειδικότερα μη φλεγμονώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
ινοκυστικές αλλαγές του μαστού — Καλοήθης κατάσταση του γυναικείου μαστού, που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του συνδετικού ιστού ή και του αδενικού επιθηλίου, σχηματισμό κυστών κλπ. Σύγχρονα έγκυρα συγγράμματα αναφέρονται στην κατάσταση αυτή ως ι. α. του μ., ενώ άλλα υιοθετούν… … Dictionary of Greek